κατατολμῶ

κατατολμῶ
κατατολμάω
behave boldly towards
pres imperat mp 2nd sg
κατατολμάω
behave boldly towards
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
κατατολμάω
behave boldly towards
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
κατατολμάω
behave boldly towards
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
κατατολμάω
behave boldly towards
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
κατατολμάω
behave boldly towards
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατατολμώ — κατατολμῶ, άω (AM) (επιτ. τ. τού τολμώ) τολμώ πολύ, είμαι υπερβολικά τολμηρός, φέρομαι παράτολμα, ριψοκίνδυνα («πρὸς τὸ παραβάλλεσθαι καὶ κατατολμᾱν τῶν πολεμίων», Πολ.) μσν. μέσ. κατατολμῶμαι, άομαι επιχειρώ κάτι παράτολμα και απελπισμένα αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • κατατλώ — κατατλῶ, άω (Α) (επιτ. τ. τού τλώ) κατατολμώ* («κατετλάτο κατετολμάτο», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τλῶ < *τλῶ «τολμώ», ρ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. επι τλώ, συν τλώ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”